υπογράφω

υπογράφω
ὑπογράφω ΝΜΑ [γράφω]
1. γράφω με το ίδιο μου το χέρι το όνομά μου στο τέλος κειμένου ή εγγράφου, βάζω την υπογραφή μου (α. «πρέπει να υπογράψω όλα τα έγγραφα σήμερα» β. «Κύριλλος ἐπίσκοπος Ἀλεξανδρείας ὑπέγραψα», Σύν. Εφ.
γ. «ὁ δεῑνα ὑπέγραψα ὑπὲρ αὑτοῡ διὰ τὸ λέγειν αὐτὸν γράμματα μὴ εἰδέναι», πάπ.)
2. εγκρίνω, αποδέχομαι (α. «μάλιστα, τό υπογράφω» β. «ὑπογράψαντες μὲν ἀνάστασιν σωμάτων νεκρῶν, οὐ λαμβάνοντες δέ», Ιωάνν. Χρυσ.)
νεοελλ.
1. επικυρώνω συμφωνία με την υπογραφή μου (α. «υπέγραψαν συνθήκη ειρήνης» β. «θα υπογράψουν τα συμβόλαια αύριο»)
2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) ο υπογεγραμμένος, η υπογεγραμμένη
τυπική έκφραση πριν από το όνομα αυτού που υπογράφει
3. (το θηλ. παθ. μτχ. παρακμ.) γραμμ. σύμβολο τής αρχαίας ελληνικής το οποίο δηλώνει το υποτακτικό φωνήεν -ι τών μακρόφωνων διφθόγγων αι, ηι και ωι
4. φρ. «υπογράφω και με τα δυο μου χέρια» — συμφωνώ απολύτως
μσν.
τίθεμαι ως βάση («εἰς συμπλήρωσιν τῆς τὸ πᾱν ὑπογραφούσης ὁλότητος γινώσκεται πεποιημένη», Μαξ. Ομολ.)
μσν.-αρχ.
1. προσθέτω, κάνω προσθήκες σε γραπτό κείμενο (α. «τῇ στήλῆ ὑπέγραψαν ὄτι οὐκ ἔμειναν τοῑς ὅροις», Θουκ.
β. «μετεμελήθησαν τῷ παρ' ἡμῶν ἐπιδοθέντι αὐτοῑς βιβλίῳ ὑπογράφοντες», Βασ.)
2. γράφω κατ' εντολήν ή καθ' υπαγόρευση («οὐκ ἔχων οὐδὲ τὸν ὑπογράφοντα», Ιουλ.)
3. καταγράφω («ὑπογράφω ᾆσμα», Γρηγ. Νύσσ.)
4. εκπροσωπώ («οἱ δύο λησταὶ τοὺς δύο ὑπέγραφον λαούς», Ισίδ. Πηλ.)
5. φαντάζομαι, ανακαλώ στη μνήμη μου («ὑπόγραψόν μοι τὸν Ἠλίαν τοῑς ὀφθαλμοῑς», Ιωάνν. Χρυσ.)
αρχ.
1. διατυπώνω πρόσθετη κατηγορία εναντίον κάποιου («εἴ τι καινὸν ὑπογράφει τὠμῷ βίῳ», Ευρ.)
2. γράφω γραμμές ή σχέδια ως σχολικά υποδείγματα
3. σχεδιάζω κάτι ως υπόδειγμα, ως οδηγό («ἡ πόλις νόμους ὑπογράφει», Πλάτ.)
4. σχεδιάζω («οἱ γραφεῑς ὑπογράψαντες ταῑς γραμμαῑς οὕτως ἐναλείφουσι τοῑς χρώμασι τὸ ζῷον», Αριστοτ.)
5. μτφ. σχεδιάζω αμυδρά, δίνω μια γενική εικόνα («ἡ φύσις τοῑς τιμιωτέροις ὑπογράφει τὴν βοήθειαν», Αριστοτ.)
6. περιγράφω σε γενικές γραμμές, δίνω τα κύρια μόνο σημεία («τύπῳ... ὑπογεγράφθω περὶ ψυχῆς», Αριστοτ.)
7. σημειώνω πάνω στον χάρτη («πόλεις ὑπογράψας», Πτολ.)
8. υποθηκεύω («ὑπογράψονται τὼς χώρως», πάπ.)
9. (το θηλ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) γυναίκα με βαμμένα τα μάτια
10. (το ουδ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τὰ ὑπογεγραμμένα- ιατρ. τα συμπτώματα που έχουν αναφερθεί
11. φρ. α) «κατὰ τὰ ὑπογεγραμμένα» — όπως έχει δηλωθεί ανωτέρω (παπ.)
β) «ὑπογράφω τὰς καταβολάς» — υπογράφω κατοχυρώνοντας το δικαίωμα πληρωμής (Δημοσθ.)
γ) «τοὺς ἵππους ἰδίους ὑπογράφω» — γράφω το όνομά μου για να δηλώσω την κυριότητα (Διόδ.)
δ) «ὑπογράψας ἐπιβουλεῡσαι με» — κατηγορώντας με για συνωμοσία (Δημοσθ.)
ε) «ὑπογράφω κρίσεις τινί» — διατυπώνω κατηγορίες εναντίον κάποιου (Πολ.)
στ) «ὑπογράφω τὴν ἀντωμοσίαν τινί» — καταθέτω κατηγορία εναντίον κάποιου (Θεμίστ.)
ζ) «ὑπογράφομαι ἐμαυτῷ εἰς μνήμην» — σημειώνω κάτι για να τό θυμηθώ (Αππ.)
η) «ὑπογράφω [ή ὑπογράφομαι] τοὺς ὀφθαλμούς [ή τὰ βλέφαρα]» — βάφω τα μάτια μου, τα βλέφαρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὑπογράφω — write under pres subj act 1st sg ὑπογράφω write under pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπογράφω — υπογράφω, υπέγραψα (σπάν. υπόγραψα) βλ. πίν. 13 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • υπογράφω — υπόγραψα και υπέγραψα, υπογράφ(τ)ηκα, υπογραμμένος 1. βάζω την υπογραφή μου κάτω από το κείμενο ως απόδειξη ότι αποδέχομαι ή βεβαιώνω το περιεχόμενό του. Το ψήφισμα υπογράφτηκε απ όλους τους συνέδρους. 2. επικυρώνω με την υπογραφή μου συμφωνία,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπογεγραμμένα — ὑπογράφω write under perf part mp neut nom/voc/acc pl ὑπογεγραμμένᾱ , ὑπογράφω write under perf part mp fem nom/voc/acc dual ὑπογεγραμμένᾱ , ὑπογράφω write under perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπογράφετε — ὑπογράφω write under pres imperat act 2nd pl ὑπογράφω write under pres ind act 2nd pl ὑπογράφω write under imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπογράφην — ὑπογράφω write under pres inf act (doric aeolic) ὑπογράφω write under aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) ὑπογράφω write under aor ind pass 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπογράφῃ — ὑπογράφω write under pres subj mp 2nd sg ὑπογράφω write under pres ind mp 2nd sg ὑπογράφω write under pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπογράψει — ὑπογράφω write under aor subj act 3rd sg (epic) ὑπογράφω write under fut ind mid 2nd sg ὑπογράφω write under fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπογράψουσι — ὑπογράφω write under aor subj act 3rd pl (epic) ὑπογράφω write under fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὑπογράφω write under fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπογράψουσιν — ὑπογράφω write under aor subj act 3rd pl (epic) ὑπογράφω write under fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὑπογράφω write under fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”